υπονομοποιός

υπονομοποιός
ο, Ν
εργάτης που ασχολείται με τη διάνοιξη υπονόμων, υπονομευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόνομος + -ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”